ΨΗΦΙΣΜΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ | 17η Ολομέλεια
«Η συνεισφορά της Ορθοδοξίας στο γίγνεσθαι και την ανάπτυξη της κρατικής υποστάσεως των χωρών της Ανατολικής Χριστιανικής παράδοσης»
Η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση της Ορθοδοξίας (Δ.Σ.Ο.) που συνήλθε και συζήτησε στα πλαίσια της 17ης ετήσιας Γενικής Συνέλευσής της στο Ερεβάν (Αρμενία) περί της ιστορίας και επίκαιρων προβλημάτων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Κράτους στις χώρες της Ανατολικής Χριστιανικής παράδοσης, θεωρεί αναγκαίο να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, το ότι ακριβώς η ορθοδοξία απετέλεσε συστατικό στοιχείο της εθνικής αυτοσυνειδησίας και της ίδιας της κρατικής υποστάσεως των χωρών μας. Η αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους στην Αρμενία, στο Βυζάντιο και σε άλλες χώρες κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, επέτρεψε να τεθούν οι βάσεις της εθνικής ταυτότητας και συνέβαλε στην λειτουργία των θεσμών του κράτους σε κρίσιμες περιόδους της ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Χάρη στην Ορθοδοξία, πολλοί λαοί της Ευρώπης και της Ασίας έγιναν κοινωνοί του προηγμένου πολιτισμού της εποχής τους και στη συνέχεια ανεδείχθησαν ως ανεξάρτητα κέντρα της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και του πολιτισμού της.
Η παρούσα σύνοδος της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας συνήλθε στο Ερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας, χώρας που πρώτη στον κόσμο καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του Κράτους, και παραμένει μέχρι σήμερα πιστή στην ιστορική και πνευματική της επιλογή. Οι σύγχρονες σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους στην Αρμενία μαρτυρούν ότι η Ανατολική Χριστιανική εμπειρία αυτών των σχέσεων, αποτελεί ένα πολιτικά ζωτικό πρότυπο.
Το θέμα της παρούσης Συνελεύσεως δεν επελέγη τυχαία. Οι βασικές πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές των χωρών του σύγχρονου κόσμου εστιάζουν όλο και πιο πολύ κατά τρόπο που αποκλίνει από τις καθιερωμένες σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, από τις παραδοσιακές, πνευματικές και πολιτιστικές αξίες που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό μας πάνω σε χριστιανικά θεμέλια.
Οι οπαδοί των παραδοσιακών, κατά κύριο λόγο, χριστιανικών αξιών, θεωρούν το Κράτος ως ένα θεσμό, ο οποίος δεν φέρει μόνο την ευθύνη για τη στρατιωτικο-πολιτική ασφάλεια και την κοινωνική ευημερία της κοινωνίας, αλλά και για την κυρίαρχη άποψη περί ηθικής, για την ευδαιμονία της οικογένειας και για την υψηλή πνευματικότητα του λαού. Εκκινώντας απ’ αυτό, θεωρούν την Εκκλησία συνεργό του Κράτους, αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της κοινωνίας που αποτελεί το πνευματικό και ηθικό της έρεισμα.
Οι οπαδοί της «άλλης άποψης» που φέρεται ως ριζοσπαστική και φιλελεύθερη, κατανοούν το κράτος αποκλειστικά ως διαχείριση, απαλλαγμένη από την κοινωνική και ηθική ευθύνη, που δεν παρεμποδίζει οποιαδήποτε μορφή αυθαιρεσίας και αυτοέκφρασης του ανθρώπου, απαλλαγμένη και από καθιερωμένες παραδόσεις και ηθικούς κανόνες.
Είναι φυσικό ότι οι οπαδοί μιας τέτοιας αντίληψης του Κράτους, επιδιώκουν να απαλλαγούν από κάθε είδους επιρροή της Εκκλησίας, να την εκτοπίσουν από τον δημόσιο βίο, να μην της επιτρέψουν να εκφράζει δημόσια τις ηθικές της εκτιμήσεις και να κρίνει αποφάσεις και πρακτικές της υφιστάμενης εξουσίας.
Η προσπάθεια οικοδόμησης μιας «κοινωνίας των πολιτών» χωρίς την Εκκλησία οδηγεί ολοένα και περισσότερο σε έναν καινούριο «κοσμικό ολοκληρωτισμό». Ακόμη και μία απλή δημόσια τοποθέτηση υπέρ των κοινώς αποδεκτών παραδοσιακών αξιών, ενίοτε εκλαμβάνεται ως αξιόποινη πράξη.
Παράδειγμα ενός τέτοιου καινούριου ολοκληρωτισμού αποτελούν ορισμένες τάσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κάποια επίσημα έγγραφα, όπως η δήλωση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (Κ.Σ.Σ.Ε.) σχετικά με την σεξουαλικές ιδιαιτερότητες μερίδας πολιτών, κατά την οποία η αναφορά σε αυτές τις ιδιαιτερότητες δεν μπορεί να συνοδεύεται με τον όρο «αμαρτία», ενώ καλούνται τα κράτη να μη θεωρούν αυτά τα φαινόμενα ως χρίζοντα μέριμνας και περιορισμού.
Στο μεταξύ σε καμιά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι θέσεις που στρέφονται κατά της οικογένειας και του χριστιανισμού δεν αποφασίσθηκαν με γενική ψηφοφορία ή με δημοψήφισμα. Είναι άραγε δημοκρατικό, ζητήματα που αφορούν τη διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού», να επιλύονται δια ψηφοφορίας στην Κ.Σ.Σ.Ε., στερώντας στην ουσία από τους λαούς και τα κράτη τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τις καθιερωμένες θρησκευτικές τους αξίες;
Η πρακτική αυτή αντιφάσκει ευθέως των παραδοσιακών χριστιανικών αξιών και η υιοθέτησή της ισοδυναμεί με απαίτηση για παραίτηση από την εθνική ταυτότητα των λαών. Τόσο ριζική επιβολή αλλαγών στη ζωή των ανθρώπων, ελάμβανε χώρα μόνο σε συνθήκες σκληρής ξένης κατοχής.
Είναι προφανές ότι η ένταξη μιας σειράς παραδοσιακά ορθόδοξων χωρών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν συνέβαλε στο να εισακούεται η φωνή της Ορθοδοξίας περισσότερο στο σύγχρονο κόσμο. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν κατέστησε την Ευρώπη περισσότερο χριστιανική, ενώ το είναι των ίδιων των ορθόδοξων λαών, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, συν των χρόνω, όλο και λιγότερο εναρμονίζεται με τους ευαγγελικούς προσανατολισμούς.
Είναι γνωστό ότι η Ορθοδοξία βρίσκεται στις απαρχές της διαμόρφωσης της εθνικής αυτοσυνειδησίας και της κρατικής υπόστασης των χωρών μας, ενώ στις μέρες μας διάφορα κοσμικά γεωπολιτικά σχέδια απειλούν την ταυτότητα, την παραδοσιακή κρατική υπόσταση και τις αξίες μας. Εναλλακτική λύση στα σχέδια αυτά, δεν είναι η απομόνωσή μας από τη Δυτική Ευρώπη, αλλά η συσπείρωση του Ανατολικού χριστιανικού κόσμου, η πραγμάτωση του δικού μας πολιτισμικού οράματος, γεγονός που θα δώσει στους εταίρους μας τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλλίτερα και να τρέφουν σεβασμό προς τις αξίες μας.
Σε χώρες όπου οι Ορθόδοξοι αποτελούν μειονότητα, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, αναγνωρίζεται ο κίνδυνος διολίσθησης του Κράτους σε πολιτική προστατευτισμού της κυρίαρχης θρησκευτικής ομολογίας και μη σεβασμού των άλλων θρησκευτικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, που οδηγούν σε παραβιάσεις των θεμελιωδών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Τέτοιου είδους πράξεις, όπου χριστιανοί υφίστανται ποικίλων ειδών βιαιότητες, εκτοπισμούς και δολοφονίες, δεν μπορούν να είναι ανεκτές. Σ’ αυτές και άλλες περιπτώσεις, το Κράτος οφείλει να προασπίζεται απαρέγκλιτα τις αρχές της ανεξιθρησκείας, να σέβεται τις θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες των ανθρώπων, τα αστικά, πολιτικά και πολιτισμικά τους δικαιώματα στα πλαίσια μιας λειτουργικής δημοκρατίας.
Είμαστε βέβαιοι ότι η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας οφείλει να αναπτύξει πιο ενεργά το δυναμικό της ως μοναδικό πεδίο σύμπραξης των πολιτικών και πολιτιστικών συνιστωσών των χωρών της Ανατολικής χριστιανικής παράδοσης.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην ανάπτυξη της παραδοσιακής κρατικής υπόστασης των χωρών της Ανατολικής Χριστιανικής περιοχής καθίσταται όλο και πιο επίκαιρος, εμείς, τα μέλη της 17ης Γενικής Συνέλευσης της Δ.Σ.Ο., διακηρύσσουμε την ανάγκη:
- να εντείνουμε τις προσπάθειες μας μέσα στα κοινοβούλια με σκοπό την ανάληψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών, οι οποίες θα καταστήσουν την υπεύθυνη πολιτική κανόνα του δημόσιου βίου,
- να συμμετάσχουμε πιο ενεργά στους διεθνείς οργανισμούς, ούτως ώστε να συνεχίσουμε τον διάλογο με όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και άλλες θρησκείες στο όνομα της ειρήνευσης και της αειφόρου ανάπτυξης της ανθρωπότητας, της ενίσχυσης των παραδοσιακών κρατικών θεσμών και αξιών.
Η Γενική Συνέλευση της Δ.Σ.Ο. καλεί εκ νέου τον κάθε βουλευτή να ενισχύσει το έργο του στο πλαίσιο του πολιτικού κόμματος, μέλος του οποίου τυγχάνει, ούτως ώστε οι εκπονηθείσες απαραίτητες αποφάσεις και πρωτοβουλίες να ενδυναμώσουν περαιτέρω τη δημοκρατία, επιβεβαιώνοντας την αποστολή του βουλευτή ως εκφραστή αποκλειστικά των συμφερόντων του λαού.
Στη μακραίωνη ιστορία τους οι χώρες και οι λαοί μας αναπτύσσονταν υπό τις ακτίνες του εξ Ανατολών φωτός, διατηρούμενοι στον κόσμο χάρη στην Ορθόδοξο επιλογή των προγόνων μας. Παρά τις ποικίλες προκλήσεις της εποχής που βιώνουμε, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την επιλογή.